Νόμοι της Ομοιοπαθητικής
Βασικό αξίωμα της συστημικής θεώρησης είναι ότι κάθε έμβιο σύστημα αποτελεί μια αδιάσπαστη ολότητα. Δε δύναται να διαχωριστεί σε διαφορετικά μέρη χωρίς να χάνονται σημαντικές πληροφορίες και αναδυόμενες ιδιότητες που αφορούν το όλον-σύστημα.
Δεύτερο βασικό αξίωμα της ολιστικής προσέγγισης είναι ότι ο αποτελεσματικότερος (ουσιαστικά ο μόνος ασφαλής) τρόπος να θεραπεύσουμε τις ασθένειες είναι να ενισχύσουμε τους μηχανισμούς άμυνας του ασθενή.
Είναι γενικά παραδεκτό ότι όλα τα έμβια συστήματα έχουν μια “οργανωσιακή διαδικασία-κλειστότητα” η οποία όταν διαταράσσεται, οδηγεί στην αρρώστια. Όλοι μας έχουμε παρατηρήσει ότι κάποιοι απολαμβάνουν μεγαλύτερο βαθμό υγείας από ότι κάποιοι άλλοι. Καθένας μας έχει βιώσει «οργανωσιακές-λειτουργικές διαταραχές» από ώρα σε ώρα ή από μέρα σε μέρα και συνηθίζουμε να αποδίδουμε αυτές τις διαταραχές σε άγχος, κακή διατροφή, έλλειψη ύπνου κλπ. Όποια και αν είναι η φαινομενική «αιτία», η ουσία είναι ότι βιώνουμε αύξηση ή μείωση της οργάνωσης.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, τα συμπτώματα πρέπει να ερμηνεύονται σαν προσπάθειες αυτοθεραπείας του οργανισμού ή προστασίας των βασικών λειτουργιών του ή ισορροπίας του συστήματος ή αποφυγής του εκλυτικού παράγοντα και όχι ως διαταραχές που πρέπει οπωσδήποτε να κατασταλούν. Ενώ η συμβατική ιατρική θεωρεί ότι πρέπει να καταπολεμήσει τον νοσογόνο παράγοντα που τον θεωρεί ως την κύρια αιτία των ασθενειών, η ομοιοπαθητική θεωρεί ότι πρέπει να ενισχύσει την άμυνα του οργανισμού ώστε να μπορέσει να καταπολεμήσει τη διαταραχή (VITHOULKAS, Science of Homeopathy).
1. ΝΟΜΟΣ ΤΩΝ ΟΜΟΙΩΝ
Βασική αρχή του θεραπευτικού συστήματος που ονομάζεται ομοιοπαθητική είναι ο νόμος των ομοίων: η θεραπεία μιας νόσου επιτυγχάνεται με φαρμακευτικές ουσίες που έχουν τη δυνατότητα να παράγουν, σε ένα υγιές άτομο, όμοια συμπτώματα -“όμοιο πάθος”- με εκείνα της νόσου που πρόκειται να θεραπεύσουν. Ο νόμος αυτός είναι αντίθετος από αυτόν της συμβατικής ιατρικής (contrariacontrariiscurentur), κάτι που αναπαρίσταται σε πολλά παραδείγματα. Η δακτυλίτιδα(digitalis) στην συμβατική ιατρική χρησιμοποιείται για την καταστολή επεισοδίων παροξυσμικής υπερκοιλιακής ταχυκαρδίας (Harrison) ενώ στην ομοιοπαθητική, λόγω ακριβώς αυτής της δράσης της, θα χρησιμοποιηθεί θεραπευτικά σε περιπτώσεις βραδυκαρδίας, με πολύ αδύνατο σφυγμό, λιποθυμική τάση και ανώμαλη αναπνοή, που συνοδεύονται από γενική εξάντληση, ανορεξία, τάση για έμετο και έμετο που δεν ανακουφίζει την ναυτία, ευαισθησία στο επιγάστριο, κρύο δέρμα, κλπ. Αυτή μπορεί να είναι μια συμπτωματολογία που να ταιριάζει όχι μόνο σε μια καρδιακή πάθηση πχ κολποκοιλιακό αποκλεισμό, αλλά και σε μια χρόνια διαταραχή του ήπατος ή σε μια λοιμώδη ηπατίτιδα ή σε μια ασθματική κρίση κλπ.
H αρχή αυτή διατυπώθηκε από τον Hahnemann με το λατινικό ρητό “similia similibus curentur”. Δηλαδή, τα όμοια θεραπεύονται με τα όμοια. O Hahnemann πίστευε ότι αυτός είναι ένας από τους θεμελιώδεις νόμους της θεραπευτικής.
H ιδέα, όπως αναφέρει και ο Hahnemann στον πρόλογο του «Όργανον», αποδίδεται στον Ιπποκράτη, «Δια τα όμοια νούσος γίγνεται και δια τα όμοια προσφερόμενα εκ νοσεόντων υγιαίνονται, οίον στραγγουρίην το αυτό παύει ουκ εούσαν… και βηξ κατά το αυτό ώσπερ και στραγγουρίη υπό των αυτών γίγνεται και παύεται… δια το εμέειν έμετος παύεται».
Αν και είναι γεγονός ότι πολλοί αναγνώρισαν αυτό το νόμο που διέπει τη Θεραπευτική, κανένας δεν συστηματοποίησε, ούτε μελέτησε σε βάθος το θέμα. Κανένας δεν το ερεύνησε τόσο εκτεταμένα όσο ο Hahnemann, ώστε να φτάσει σε ένα ολοκληρωμένο και αυτοτελές θεραπευτικό σύστημα.
Έχει επιστημονικό ενδιαφέρον, ο τρόπος σκέψης μιας ιδιοφυΐας όπως ο Hahnemann. Το έναυσμα δόθηκε μεταφράζοντας από τα αγγλικά τη Materia Medica (Φαρμακολογία) του Σκώτου ιατρού και χημικού William Cullen,, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (Cullen). Ο τρόπος εξήγησης του Cullen, για το ενδεικνυόμενο σε διαλείποντες πυρετούς φάρμακο Cortex Peruvianis (China Offιcinalis), δεν ικανοποιούσε το ερευνητικό μυαλό του Hahnemann. Αποφάσισε να πειραματιστεί παίρνοντας ο ίδιος το φάρμακο για να παρατηρήσει τις αντιδράσεις στον οργανισμό του. Κατέγραψε τα αποτελέσματα ως εξής:
«Πήρα, για πειραματισμό, δύο φορές την ημέρα 4 δράμια Cortex Peruvianis (China Officinalis). Τα πόδια μου, τα ακροδάχτυλα κ.λπ. στην αρχή πάγωσαν. Άρχισα να αισθάνομαι αποχαύνωση και υπνηλία, έπειτα άρχισε ταχυπαλμία και ο παλμός έγινε έντονος και βραχύς. Αφόρητη ανησυχία, τρεμούλα (χωρίς ρίγη όμως), κόπωση σε όλα τα άκρα, κεφαλαλγία, ερύθημα στο πρόσωπο, δίψα και γενικά όλα εκείνα τα συμπτώματα που συνοδεύουν, συνήθως, τον διαλείποντα πυρετό εμφανίστηκαν το ένα μετά το άλλο, χωρίς όμως το χαρακτηριστικό ρίγος. Με λίγα λόγια, όλα αυτά τα συμπτώματα που εμφανίζονται συνήθως και είναι χαρακτηριστικά, όπως η αποχαύνωση, η ακαμψία των άκρων και προπάντων αυτό το ενοχλητικό μούδιασμα, που φαίνεται να έχει τη βάση του στο περιόστεο και που το αισθάνεται κανείς σε ολόκληρο το σώμα, όλα αυτά λοιπόν εμφανίζονταν και ξαναεμφανίζονταν κάθε φορά που έπαιρνα το φάρμακο – σε καμία άλλη περίπτωση. Όταν έπαψα να το παίρνω, η κατάσταση της υγείας μου ήταν πάλι όπως και πριν» (Bradford).
Με βάση τα αποτελέσματα από το πείραμα αυτό, που πραγματοποίησε στον εαυτό του, ο Hahnemann αντιλήφθηκε ότι ο λόγος που το Cortex Peruvianis (China Officinalis) θεραπεύει τους διαλείποντες πυρετούς είναι αυτή ακριβώς η δυνατότητα που έχει να προκαλεί παρόμοια συμπτώματα σε υγιείς οργανισμούς.
Ήταν προς τιμή του ότι δε διεκδίκησε την πατρότητα του νόμου, αναφέροντας όλους αυτούς που τον είχαν παρατηρήσει πριν από αυτόν στον πρόλογο του «Organon». Ιατροί, όπως ο Boulduc, o Detharding, o Thoury, o von Stocker, βασίστηκαν στο νόμο των Ομοίων για τις θεραπείες που έκαναν. Ο Stahl, ένας Δανός στρατιωτικός γιατρός, είχε ήδη διατυπώσει με μεγάλη σαφήνεια τις πεποιθήσεις του πάνω στο θέμα όταν έγραφε: «Ο κανόνας που ακολουθεί η Ιατρική, να θεραπεύει με φάρμακα που προκαλούν αντίθετα συμπτώματα (Contraria Contrariis Curentur), είναι πέρα για πέρα λαθεμένος. Αντίθετα, είμαι πεπεισμένος ότι η αρρώστια εξαφανίζεται και γιατρεύεται με φάρμακα που μπορούν να προκαλέσουν μια παρόμοια διαταραχή (Similia Similibus Curentur). Ο Hahnemann ήταν ο πρώτος που συστηματοποίησε το νόμο των Ομοίων. Στην παράγραφο 50 αναφέρει επιγραμματικά: «Θεράπευε πάντα με την ομοιότητα των συμπτωμάτων». Εκτενέστερα περιγράφει το νόμο στις παρ. 24, 27 και 28.
Το γεγονός ότι τα συμπτώματα που προκαλούνται σε ένα υγιή οργανισμό μετά τη λήψη του ομοιοπαθητικού φαρμάκου (δοκιμή – proving) και τα συμπτώματα που παράγονται από τον αμυντικό μηχανισμό ενός ασθενή ταιριάζουν σε μεγάλο βαθμό σημαίνει ότι και τα δύο έχουν κοινό pattern, δηλαδή ότι διεγείρουν τον αμυντικό μηχανισμό με όμοιο τρόπο. Η χορήγηση του ομοίου φαρμάκου στον ασθενή θα διεγείρει θετικά τις επιδιορθωτικές λειτουργίες του οργανισμού του και, μετά από πιθανή αρχική επιδείνωση, θα επιστρέψει στην πρότερη καλή κατάσταση υγείας του.
2. ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΑΧΙΣΤΗΣ ΔΟΣΗΣ
Ο Hahnemann, έχοντας ήδη πειραματιστεί-αποδείξει μεγάλο αριθμό φαρμάκων, χορηγούσε στις περιπτώσεις των ασθενών το αντίστοιχο όμοιο φάρμακο σύμφωνα με το βασικό νόμο της Ομοιοπαθητικής (Similia Similibus Curentur), αρχικά σε δόσεις με τη γνωστή ως τότε δοσολογία. Παρατήρησε όμως ότι, αν και η θεραπεία είχε επιτευχθεί, τα συμπτώματα της αρρώστιας, στο μεταξύ, παρουσίαζαν προσωρινή επιδείνωση και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να γίνεται προβληματική η επανάληψη τόσο μεγάλων δόσεων.
Αυτό όμως ήταν αναμενόμενο, αφού το φάρμακο είχε τη δυνατότητα να προκαλεί παρόμοια συμπτώματα με εκείνα από τα οποία υπέφερε ο ασθενής.
Αποφάσισε τότε να χορηγεί φάρμακα ελαττώνοντας διαδοχικά τις δόσεις, σύμφωνα με μια προκαθορισμένη κλίμακα και να παρατηρεί τα αποτελέσματα της νέας δοσολογίας.
Στην παράγραφο 128 αναφέρει στο πλαίσιο περιγραφής των ομοιοπαθητικών πειραμάτων: «Οι νεώτερες και πρόσφατες εμπειρίες μας δίδαξαν ότι οι φαρμακευτικές ουσίες σε ακατέργαστη κατάσταση,… δεν εμφανίζουν όλο τον πλούτο των δυνάμεων που είναι λανθάνουσες μέσα τους, εκτός και εάν ελήφθησαν πολύ αραιωμένες, αφού έγιναν δραστικότερες με το κατάλληλο τρίψιμο και τις κρούσεις. Με την απλή αυτή κατεργασία αναπτύσσονται απίστευτα οι λανθάνουσες ιδιότητες της φυσικής κατάστασης των ουσιών…»
Σταδιακά διαπιστώθηκε ότι όσο πιο αραιό (δυναμοποιημένο) είναι το ομοιοπαθητικό διάλυμα, τόσο πιο πολύ αυξάνεται η δραστικότητά του. Το γεγονός αυτό έρχεται σε σύγκρουση με ένα βασικό νόμο της χημείας, που αναφέρει ότι δεν υπάρχει ούτε ένα μόριο της αρχικά διαλυόμενης ουσίας σε αραίωση του διαλύματος πέραν του 10-23 (νόμος του Avogadro). Η αντίφαση τροφοδότησε την επιχειρηματολογία των πολέμιων της ομοιοπαθητικής ότι το ομοιοπαθητικό φάρμακο δεν περιέχει τίποτα εκτός από νερό και η δράση του περιορίζεται σε αυτή του placebo (εικονικό φάρμακο). Επιχείρημα που δεν μπορεί να ευσταθεί αφού το ομοιοπαθητικό σκεύασμα αποδεικνύεται πολύ δραστικό σε βρέφη, ζώα και φυτά. Η προσπάθεια ερμηνείας της δράσης του αποτελεί το στόχο πολλών ερευνητών της ομοιοπαθητικής. Τα τελευταία χρόνια η διαμάχη επεκτάθηκε και ανάμεσα σε ερευνητές από άλλους κλάδους που άρχισαν να ενδιαφέρονται για το χώρο της ομοιοπαθητικής (DavenasE, PoitevinB, BenvenisteJ και McSharryC, AitchisonT). Μερικοί πιστεύουν ότι η θεραπευτική δύναμη μεταδίδεται μέσα από την διαδικασία της δυναμοποίησης και της ισχυρής δόνησης των φαρμάκων στα μόρια του νερού τα οποία συγκρατούν τη “μνήμη” μιας νέας ενεργειακής κατάστασης. Άλλοι προσπαθούν να εξηγήσουν τη δράση των ομοιοπαθητικών φαρμάκων μέσα από τη θεωρία των «small clusters». Άλλοι ισχυρίζονται ότι η δράση τους οφείλεται στην αλλαγή της δομής των μορίων του νερού κάτω από την επίδραση της ουσίας που διέρχεται σε αυτό καθώς και των ισχυρών δονήσεων που δέχεται το διάλυμα και επομένως το διάλυμα του νερού γίνεται βιολογικά δραστικό. Μεγάλη αντιπαράθεση υπάρχει εδώ και ένα αιώνα για το φαινόμενο της Όρμησης (Hormesis) και την αρχή των Arndt-Schulz (EdwardJ. CalabreseandLindaA. Baldwin).Μια πολύ χαμηλή δόση ενός χημικού παράγοντα μπορεί να προκαλέσει σε ένα οργανισμό την αντίθετη απάντηση από αυτή μιας πολύ υψηλής δόσης (Καμπύλη U).
Εικόνα 1 Καμπύλη U
Αυτές οι θεωρίες βέβαια απέχουν ακόμα από το να είναι κοινά αποδεκτές ή να έχουν δώσει μία πειστική απάντηση για τον τρόπο δράσης του ομοιοπαθητικού φαρμάκου.
Πρόσφατη έρευνα με τη χρήση νανοτεχνολογίας φαίνεται ότι αποκάλυψε την ύπαρξη της διαλυόμενης ουσίας ακόμα και σε υπεραραιωμένα-δυναμοποιημένα ομοιοπαθητικά φάρμακα.(PrashantSatishChikramane, AkkihebbalK. Suresh, JayeshRameshBellare, ShantaramGovindKane)
3. ΝΟΜΟΣ (ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ) ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ
Στην ομοιοπαθητική κοινότητα τρίτος νόμος της ομοιοπαθητικής θεωρείται ο αποκαλούμενος και νόμος του Hering. Ο νόμος αυτός διατυπώνει την κατεύθυνση της θεραπείας κατά συγκεκριμένο τρόπο: Από μέσα προς τα έξω. Από πάνω προς τα κάτω.
Από τα πιο σημαντικά όργανα στα λιγότερο σημαντικά για την οικονομία του οργανισμού και επανεμφάνιση παρελθόντων συμπτωμάτων. Εκφράζοντάς το με άλλο τρόπο, η ομοιοπαθητική θεραπεία ακολουθεί την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή της εξέλιξης της παθολογίας.
Εφόσον η ομοιοπαθητική αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως όλον, κι όχι μόνο το φυσικό σώμα, ο Νόμος Κατεύθυνσης της Θεραπείας εφαρμόζεται σε ένα πολύ βαθύτερο και πολύπλοκο επίπεδο. Τα φάρμακα, πριν ακόμα βοηθήσουν στην ίαση του φυσικού σώματος, συχνά απευθύνονται στο εσώτατο τμήμα της ύπαρξης μας – στην ψυχή, στο νου και στα συναισθήματα μας. Έτσι, το συνηθισμένο μοτίβο της ομοιοπαθητικής θεραπείας ξεκινά με αυξημένη αίσθηση εσωτερικής ευεξίας και ενέργειας. Μετά, ακολουθεί η θεραπεία στο σωματικό επίπεδο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μείωση του άγχους, που ακολουθείται από θεραπεία του άσθματος, και τελικά το έκζεμα επανεμφανίζεται στο πρόσωπο. Αφού θεραπευτεί, το έκζεμα ίσως μεταφερθεί στα άκρα, ώσπου να εξαφανιστεί εντελώς. Αντιθέτως, θα ήταν σημάδι καταστολής αν το άσθμα εξαφανιζόταν και στη θέση του προέκυπταν νέα και πιο σοβαρά συμπτώματα, όπως η βαριά κατάθλιψη ή προβλήματα στη καρδιά.
Στη διαπίστωση ότι υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ακολουθία γεγονότων κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής πορείας, έπαιξε καθοριστικό ρόλο η ακριβής και συνεχής καταγραφή των συμπτωμάτων και της εξέλιξής τους (δηλαδή του πλήρους ιστορικού) μεγάλου αριθμού ασθενών. Ο Hahnemann περιέγραψε «τους τρεις κανόνες κατεύθυνσης της θεραπείας» που περιλαμβάνει τις εξής παρατηρήσεις:
Η θεραπευτική πορεία κατευθύνεται από το κέντρο προς την περιφέρεια. Φαίνεται ότι ο αμυντικός μηχανισμός ακολουθεί καθορισμένους κανόνες-λειτουργίες για να προστατεύσει τον οργανισμό από την κατάρρευση πχ το άσθμα θα μετατραπεί σε ρινίτιδα και η τελευταία σε έκζεμα πριν αυτό εξαφανιστεί (θα αναφερθούν εκτενέστερα στο κεφάλαιο 5). Η σωστή ομοιοπαθητική θεραπεία θα κατευθύνει τα συμπτώματα από τα πιο σημαντικά στα λιγότερο σημαντικά όργανα και συστήματα για την οικονομία του οργανισμού και από το ψυχοδιανοητικό στο σωματικό επίπεδο.
Συμπτώματα υπό ομοιοπαθητική αγωγή θα επανεμφανιστούν με την αντίστροφη σειρά από αυτή με την οποία είχαν εμφανιστεί αρχικά. Η καταπίεση της συμπτωματολογίας με χημικά φάρμακα ή άλλες μεθόδους μπορεί να εξαφανίζει τα αντίστοιχα συμπτώματα. Φαίνεται ότι ο αμυντικός μηχανισμός διατηρεί στη μνήμη του (μέσω τάσεων/συνηθειών-habits;) τις γραμμές άμυνας που κράτησε κατά την περίοδο καταστολής των συμπτωμάτων και κατεύθυνσής τους προς σημαντικότερες και πιο εσωτερικές λειτουργίες και συστήματα του οργανισμού. Με τη θετική διέγερση της αμυντικής λειτουργίας μέσω της ομοιοπαθητικής, η διαταραχή θα ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία χρησιμοποιώντας τις ίδιες παθοφυσιολογικές οδούς με τη φάση καταπίεσης. Για παράδειγμα, χρόνιος ασθενής που αναφέρει στο ατομικό του ιστορικό συχνές εμπύρετες λοιμώξεις που είχαν αντιμετωπιστεί μη-ολιστικά και είχαν σταματήσει μετά την εμφάνιση της χρονίας νόσου, με την ενδεικνυόμενη ομοιοπαθητική θεραπεία, θα βελτιωθεί η υποκείμενη χρόνια νόσος και θα επανεμφανιστούν οξέα εμπύρετα.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας τα συμπτώματα θα κατευθυνθούν από πάνω προς τα κάτω. Για παράδειγμα ένα έκζεμα θα μεταναστεύσει από το πρόσωπο στον κορμό και αφού εντοπιστεί στα άκρα, τελικά θα εξαφανιστεί.
1.1.1.1 ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΩΝ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΩΝ
Η συνταγογράφηση του σωστού-ομοίου φαρμάκου είναι το πρώτο καθοριστικό βήμα για την εκκίνηση μιας επιτυχούς ομοιοπαθητικής θεραπείας. Η ερμηνεία, όμως, του θεραπευτικού αποτελέσματος αποδεικνύεται σε αρκετές περιπτώσεις ακόμα πιο πολύ κρίσιμη. Ο ομοιοπαθητικός ιατρός πρέπει να μπορεί να εκτιμήσει την πορεία του ασθενή προς την ίαση ή όχι. Αν κάνει λάθος εκτίμηση, οι παρεμβάσεις του μπορεί να καθυστερήσουν ή και να διακόψουν τη βελτίωση του ασθενή. Δυστυχώς, η πεποίθηση ότι η εξαφάνιση κάποιων συμπτωμάτων μετά τη χορήγηση του φαρμάκου αρκεί για να θεωρηθεί ως επιτυχής και ολοκληρωμένη μία θεραπευτική παρέμβαση είναι διαδεδομένη, όχι μόνο μεταξύ των ιατρών γενικά αλλά και μεταξύ των ομοιοπαθητικών. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, ασθενής που βρίσκεται αρκετά χρόνια υπό ομοιοπαθητική αγωγή να παραμένει στο ίδιο ή και χειρότερο επίπεδο υγείας λόγω μη επαρκούς εκτίμησης από τον ιατρό του νόμου που διέπει τη θεραπεία. Ο νόμος που καθορίζει την επιτυχή κατάληξή της είναι αυτός της κατεύθυνσης της θεραπείας. Με την εφαρμογή του, ο ιατρός μπορεί να συμπεράνει αν ο ασθενής οδεύει προς την ίαση ή εμφανίζονται απλώς διακυμάνσεις ή χειρότερα καταπίεση των συμπτωμάτων του. Κατά αυτό τον τρόπο, ο νόμος αποτελεί λεπτό προγνωστικό δείκτη. Συμπερασματικά, ο νόμος του Hering παρέχει στον ιατρό τα μεθοδολογικά εργαλεία ώστε να γνωρίζει αν η αγωγή που χορηγεί στον ασθενή είναι αποτελεσματική και να έχει μια πιο ολοκληρωμένη άποψη για την πρόγνωση της θεραπείας. Η γνώση του νόμου είναι πολύ σημαντική για όλους τους ιατρούς ασχέτως ειδικότητας (υπάρχουν αναφορές και από άλλες θεραπευτικές μεθόδους για την ισχύ του) και αυτός είναι ο λόγος που θα έπρεπε κατά τον καθ. Γ.Βυθούλκα να διδάσκεται σε όλους τους προπτυχιακούς φοιτητές των ιατρικών σχολών.
Το φαινόμενο της κατεύθυνσης της θεραπείας και της επανεμφάνισης παλαιοτέρων συμπτωμάτων δεν έχουν την καθολική ισχύ του νόμου των Ομοίων. Πιο πιθανό είναι να αποτελούν κατευθυντήριες γραμμές για μία ολιστική προσέγγιση.
Από τη διπλωματική εργασία του Master στα Ολιστικά Εναλλακτικά Θεραπευτικά Συστήματα – Κλασική Ομοιοπαθητική του Παν Αιγαίου, με τίτλο:
«Η ΕΠΑΝΕΜΦΑΝΙΣΗ ΠΑΛΑΙΩΝ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ»
Παπαμεθοδίου Δημοσθένης (Ιανουάριος 2011)