Ομοιοπαθητική
Η Ομοιοπαθητική, από τις λέξεις όμοιον και πάθος, είναι μια μέθοδος εναλλακτικής ιατρικής που βασίζεται στην αρχή των ομοίων και τον κανόνα της απειροελάχιστης δόσης[1], έχοντας ως κεντρικό αξίωμα πως «τα όμοια θεραπεύονται με τα όμοια» (similia similibus curantur). Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Ομοιοπαθητική (European Committee for Homeopathy), που αποτελείται από εκπροσώπους οργανώσεων ομοιοπαθητικών γιατρών, ορίζεται ως «ένα σύστημα πρακτικής ιατρικής, με σκοπό τη μεθοδολογική βελτίωση της υγείας ενός οργανισμού, μέσω της χορήγησης φαρμακολογικά δοκιμασμένων και κατάλληλα επεξεργασμένων[2] ουσιών που επιλέγονται ανά περίπτωση, σύμφωνα με το νόμο των ομοίων»[3]. To Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κλασικής Ομοιοπαθητικής ορίζει την ομοιοπαθητική ως «θεραπευτική τέχνη και ιατρική επιστήμη»[4]. Οι βασικές αρχές της ομοιoπαθητικής προτάθηκαν για πρώτη φορά το 1796, από τον Γερμανό γιατρό Σάμουελ Χάνεμαν (1755-1843) και η πρώτη χρήση του όρου ομοιοπαθητική, από τον ίδιο, χρονολογείται το 1807[5]. O όρος αποδίδεται επίσης στον Ιπποκράτη[6].
Κατά τις αρχές του 19ου αιώνα, η ομοιοπαθητική αντιμετωπίστηκε ως ένα εναλλακτικό και συχνά προτιμότερο θεραπευτικό σύστημα, σε σύγκριση με άλλες επίπονες και επικίνδυνες ιατρικές πρακτικές που εφαρμόζονταν, ωστόσο από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά από σημαντικές ανακαλύψεις που σημειώθηκαν στον τομέα της ιατρικής, έχει υποστεί έντονη κριτική και αμφισβήτηση, χαρακτηριζόμενη ενίοτε από τους επικριτές της ως ψευδοεπιστήμη[7]. Υποστηρίζεται πως βασικές αρχές της δεν μπορούν να επαληθευτούν στα πλαίσια της επιστημονικής μεθοδολογίας, ενώ ορισμένες από τις υποθέσεις της παραβιάζουν γνωστούς φυσικούς νόμους. Οι επικριτές της ομοιοπαθητικής υποστηρίζουν πως τα αποτελέσματά της δεν διαφοροποιούνται από τη γνωστή επίδραση των εικονικών φαρμάκων (placebo) ενώ πολυάριθμες συστηματικές ανασκοπήσεις κλινικών δοκιμών της έχουν πραγματοποιηθεί, συχνά με αντικρουόμενα αποτελέσματα, χωρίς να επιβεβαιώνεται με οριστικό τρόπο πως αποτελεί αποτελεσματική θεραπεία για κάποια ιατρική πάθηση[8]. Ο Χάνεμαν έθεσε τα θεμέλια της ομοιοπαθητικής, υποστηρίζοντας πως όλες οι ασθένειες αντιμετωπίζονταν αποτελεσματικότερα εφόσον οι ασθενείς έκαναν χρήση φαρμάκων που προκαλούσαν όμοια συμπτώματα με αυτά των ασθενειών, όταν χορηγούνταν σε υγιείς οργανισμούς. Αργότερα, διατύπωσε την «αρχή της απειροελάχιστης δόσης», θεωρώντας πως η μείωση της συγκέντρωσης ενός φαρμάκου δεν προκαλεί ανάλογη εξασθένιση της επίδρασής του, εφόσον κατά την σταδιακή αραίωση του «δυναμοποιείται» μέσα από μία διαδικασία σταδιακής αραίωσης και βίαιης δόνησης του διαλύματος. Οι βασικές αρχές της ομοιοπαθητικής, όπως διατυπώθηκαν από τον Χάνεμαν, αναφέρονται συχνά ως «Κλασσική Ομοιοπαθητική», στα πλαίσια της οποίας ο ασθενής λαμβάνει ένα μόνο φάρμακο, και δίδεται ικανός χρόνος στον οργανισμό του ασθενούς να ανταποκριθεί. Υπό τον όρο ομοιοπαθητική συμπεριλαμβάνονται και άλλοι τρόποι εφαρμογής των ομοιοπαθητικών φαρμάκων, όπως για παράδειγμα η Ισοπαθητική, η Πλουραλιστική ομοιοπαθητική, η Πολυφαρμακία, κ.α.
Η ομοιοπαθητική παραμένει δημοφιλής σε αρκετές χώρες της Ευρώπης και στην Ινδία[9][10], ενώ λιγότεροι είναι οι υποστηρικτές της στις ΗΠΑ[11]. Στη Γαλλία, στην Ολλανδία και στο Βέλγιο, καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά του πληθυσμού που χρησιμοποιεί συμπληρωματικά την ομοιοπαθητική[10]. Το 1997, το 29% του πληθυσμού της Ευρώπης χρησιμοποιούσε ομοιοπαθητικές θεραπείες, ενώ τα ομοιοπαθητικά φάρμακα κάλυπταν περίπου το 1% των πωλήσεων της Ευρωπαϊκής φαρμακοβιομηχανίας[12]. Xώρες της κεντρικής και βόρειας Αμερικής, της Ασίας και της Ευρώπης έχουν αναγνωρίσει επίσημα την ομοιοπαθητική, ως σύστημα υγείας ή διακριτή ειδικότητα της ιατρικής. Ορισμένες από αυτές έχουν ενσωματώσει πλήρως την ομοιοπαθητική στο εθνικό σύστημα υγείας τους (κυρίως η Βραζιλία, η Ινδία, το Μεξικό, το Πακιστάν, η Σρι Λάνκα και το Ηνωμένο Βασίλειο), ενώ σε αρκετές χώρες ισχύουν νομικοί περιορισμοί, επιτρέποντας την πρακτική εφαρμογή της μόνο από αλλοπαθητικούς γιατρούς[13][14].